παραβόλου

παραβόλου
παράβολος
with a side-meaning
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • PARABOLANI — plebeii quidam famulitio Ecclesiarum, Xenodochiorumque deputati, et quasi adscriptitii glebae: ut sicut illis omni vitâ ab agrorum cultura recedere non licebat; ita his a servitio aegrorum, qui in Nosocomiis residebant. Sic dicti, quia se in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θύριον — θύριον, τὸ (ΑΜ) 1. μικρή θύρα 2. πάπ. μικρός υδροφράκτης, μικρό φράγμα 3. μτφ. η κατακλείδα, το τέλος («τὸ τοῡ λόγου θύριον παραβόλοῡ» κλείσε τη θύρα τού λόγου, βάλε κατακλείδα στον λόγο σου). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. αρν… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • παράβολο — το 1. προκαταβολή χρηματικού ποσού σε δικαστικές και άλλες υποθέσεις: Οι υποψήφιοι βουλευτές καταβάλλουν το σχετικό παράβολο στο δημόσιο ταμείο. 2. διπλότυπη απόδειξη καταβολής του παραβόλου: Η αίτηση για αναβαθμολόγηση γραπτών πρέπει να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”